- αναβιβάζω
- (Α ἀναβιβάζω)1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξηςαρχ.1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω3. (ενεργ. και μέσ.) α) προσάγω κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυραβ) (για ένοχο ή υπόδικο) προσάγω τη γυναίκα του ή τα παιδιά του στο δικαστήριο για να προκαλέσω τον οίκτο τών δικαστών4. (το αρσ. τής μτχ. τού ενεστ. ως επίθ. ή ουσ. στην Αστρον.) «ὁ ἀναβιβάζων (σύνδεσμος)», σημείο τομής τής ελλειπτικής από την τροχιά ουράνιου σώματος, όταν αυτό ανέρχεται από το Νότιο στο Βόρειο Ημισφαίριο5. φρ. «ἀναβιβάζομαι εἰς τιμήν», ανέρχομαι σε ύψιστα αξιώματα «ἀναβιβάζω ἐπί τήν σκηνήν», παρουσιάζω στη σκηνή τού θεάτρου«ἀναβιβάζω τούς φθόγγους», χαμηλώνω, μετριάζω τη φωνή μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + βιβάζω. Το ρ. ἀναβιβάζω έδωσε με απλολογία (ανομοιωτική σίγηση τής συλλαβής -βι-) το μσν. *ἀναβάζω > ανεβάζω (πρβλ. και διαβιβάζω > διαβάζω).ΠΑΡ. αναβιβασμός νεοελλ. αναβίβαση (-ις), αναβιβαστήρας (-ήρ), αναβίβαστρο].
Dictionary of Greek. 2013.